- Ευτρίαινα
- Εὐτρίαινα, ὁ (Α)(αιολ. τ. αντί εὐτριαίνης) (επίθ. τού Ποσειδώνα) αυτός που έχει καλή τρίαινα («βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν», Πινδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρίαινα. Πράγματι κλητική σε χρήση ονομαστικής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.